τραχωματικός — ή, ό / τραχωματικός, ή, όν, ΝΑ [τράχωμα, ατος (Ι)] 1. αυτός που αναφέρεται στο τράχωμα, την πάθηση τών οφθαλμών 2. αυτός που προορίζεται για τη θεραπεία τού τραχώματος 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο τραχωματικός, η τραχωματική αυτός που… … Dictionary of Greek
τραχωματικά — τραχωματικός of neut nom/voc/acc pl τραχωματικά̱ , τραχωματικός of fem nom/voc/acc dual τραχωματικά̱ , τραχωματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχωματικόν — τραχωματικός of masc acc sg τραχωματικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχωματικοῖς — τραχωματικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχωματική — τραχωματικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχωματίας — ο, Ν αυτός που πάσχει από τράχωμα, αλλ. τραχωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχωμα, ατος (Ι) + επίθημα ίας (πρβλ. κτηματ ίας)] … Dictionary of Greek